ασφαλιστής

ασφαλιστής
ο
πράκτορας ασφαλιστικής εταιρείας ή οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασφαλιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ασφαλίζει άλλους από ατυχήματα με την καταβολή από εκείνους συμφωνημένου χρηματικού ποσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • πρωτασφαλιστής — ο, Ν ο ασφαλιστής στον οποίο κάνει κανείς την πρώτη του ασφάλεια ή ασφαλίζεται για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ασφαλιστής] …   Dictionary of Greek

  • ασφαλιστήριος — ον και ος, α, ο αυτός μέσω του οποίου γίνεται η ασφάλιση, ο ασφαλιστικός («ασφαλιστήριο συμβόλαιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλιστής. Η λ. στον πληθ., ασφαλιστήρια, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ασφαλιστικός — ή, ό 1. αυτός με τον οποίο ασφαλίζεται κανείς, αυτός που μπορεί να προφυλάξει κάποιον από τον κίνδυνο ή να προλάβει μία βλάβη ή ένα ατύχημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ασφάλεια ζωής ή περιουσίας 3. «ασφαλιστικές διατάξεις» οι διατάξεις… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • Νάσιοναλ Γκάλερι — (National Gallery). Μία από τις μεγαλύτερες συλλογές ζωγραφικής του κόσμου. Στεγάζεται στην Πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο του αρχιτέκτονα Γουίλιαμ Γουίλκινς, το οποίο τελείωσε το 1838 και συμπληρώθηκε με διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • αυτασφάλεια — η ασφαλιστική ενέργεια στην οποία ασφαλιστής και ασφαλιζόμενος είναι το ίδιο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”